κλοιόπους: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_20) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλοιόπους''': ποδος, ὁ, [[ξύλον]] ἐν ᾧ συσφίγγονται οἱ πόδες τῶν καταδίκων, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 300. | |lstext='''κλοιόπους''': ποδος, ὁ, [[ξύλον]] ἐν ᾧ συσφίγγονται οἱ πόδες τῶν καταδίκων, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 300. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Μ [[κλοιόπους]], -ποδoς)<br />[[κλοιός]] τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλοιός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-[[πους]], [[πτερό]]-[[πους]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A clog for the foot, in pl., = κλάποι, Tz.H.13.300.
Greek (Liddell-Scott)
κλοιόπους: ποδος, ὁ, ξύλον ἐν ᾧ συσφίγγονται οἱ πόδες τῶν καταδίκων, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 300.
Greek Monolingual
ο (Μ κλοιόπους, -ποδoς)
κλοιός τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + -πους (< πούς), πρβλ. βραδύ-πους, πτερό-πους].