κλόνις: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλόνις''': -ιος, ἡ, = [[ῥάχις]], Ἀντίμαχος παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = [[ἰσχίον]], Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος [[μάχαιρα]] ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ). | |lstext='''κλόνις''': -ιος, ἡ, = [[ῥάχις]], Ἀντίμαχος παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = [[ἰσχίον]], Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος [[μάχαιρα]] ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλόνις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[ιερό]] [[οστό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>klou</i>-<i>ni</i> «[[ισχίο]], [[γλουτός]]» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>śroni</i>, το αβεστ. <i>sraoniš</i>, το λατ. <i>clunis</i>, το ιρλδ. <i>cluain</i> και το λιθουαν. <i>šlaunis</i>. Πρόβλημα, [[ωστόσο]], παρουσιάζει ο [[φωνηεντισμός]] <i>κλον</i>-, που ερμηνεύεται ως [[αποτέλεσμα]] παρετυμολογικής συνδέσεως με το [[κλόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A os sacrum, Antim.65: κλόνιον, τό, = ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς, Hsch.: κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον, Id. (Cf. Skt. śróṇis 'haunch', Lat. clūnis.)
German (Pape)
[Seite 1456] εως, ἡ, das Heiligen- od. Steißbein, os lumbare, Antim. 59 bei Poll. 2, 178.
Greek (Liddell-Scott)
κλόνις: -ιος, ἡ, = ῥάχις, Ἀντίμαχος παρὰ Πολυδ. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = ἰσχίον, Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ).
Greek Monolingual
κλόνις, -ιος, ἡ (Α)
1. το ιερό οστό
2. η κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klou-ni «ισχίο, γλουτός» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. śroni, το αβεστ. sraoniš, το λατ. clunis, το ιρλδ. cluain και το λιθουαν. šlaunis. Πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζει ο φωνηεντισμός κλον-, που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα παρετυμολογικής συνδέσεως με το κλόνος.