κνέφαλλον: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_21) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνέφαλλον''': τὸ, [[ἔριον]] ἀπορριφθὲν κατὰ τὴν κατεργασίαν τοῦ μαλλοῦ ἢ τῶν ὑφασμάτων, «ἀπομεινάρι», ἐκ τοιούτων κνεφάλλων ἐπληροῦντο στρωμάτια καὶ προσκεφάλαια, καὶ [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[κνέφαλλον]] σημαίνει [[στρῶμα]] ἢ [[προσκεφάλαιον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 677, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 3, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 36, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84, κτλ.· [[κνάφαλλον]], γνάφαλλον ([[ἅπερ]], ἐν σχέσει πρὸς τὰ κνάπτω, γνάπτω, φαίνονται ὡς οἱ ὀρθότεροι τύποι) φέρονται [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφαί, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖν. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· Αἰολ. γνόφαλλον Ἀλκαῖ. 34. Πρβλ. [[τύλη]], καὶ [[ὡσαύτως]] [[γναφάλιον]]. | |lstext='''κνέφαλλον''': τὸ, [[ἔριον]] ἀπορριφθὲν κατὰ τὴν κατεργασίαν τοῦ μαλλοῦ ἢ τῶν ὑφασμάτων, «ἀπομεινάρι», ἐκ τοιούτων κνεφάλλων ἐπληροῦντο στρωμάτια καὶ προσκεφάλαια, καὶ [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[κνέφαλλον]] σημαίνει [[στρῶμα]] ἢ [[προσκεφάλαιον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 677, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 3, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 36, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84, κτλ.· [[κνάφαλλον]], γνάφαλλον ([[ἅπερ]], ἐν σχέσει πρὸς τὰ κνάπτω, γνάπτω, φαίνονται ὡς οἱ ὀρθότεροι τύποι) φέρονται [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφαί, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖν. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· Αἰολ. γνόφαλλον Ἀλκαῖ. 34. Πρβλ. [[τύλη]], καὶ [[ὡσαύτως]] [[γναφάλιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνέφαλλον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γνάφαλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A wool torn off in carding or fulling cloth, flock, used for stuffing cushions or pillows: hence, cushion, pillow, E.Fr.676, Cratin.99, Eup.228, Ar.Fr.19, etc. (prob. in IG12.330.22, cf. Demioprat. ap.Poll.10.39); κνάφαλλον, γνάφαλλον (cf. κνάπτω, γνάπτω) are freq. as vv.ll.; γνάφαλλα, PCair.Zen.298 (iii B.C.); Aeol. γνόφαλλον Alc.34.6.
Greek (Liddell-Scott)
κνέφαλλον: τὸ, ἔριον ἀπορριφθὲν κατὰ τὴν κατεργασίαν τοῦ μαλλοῦ ἢ τῶν ὑφασμάτων, «ἀπομεινάρι», ἐκ τοιούτων κνεφάλλων ἐπληροῦντο στρωμάτια καὶ προσκεφάλαια, καὶ ἐντεῦθεν τὸ κνέφαλλον σημαίνει στρῶμα ἢ προσκεφάλαιον, Εὐρ. Ἀποσπ. 677, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 3, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 36, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84, κτλ.· κνάφαλλον, γνάφαλλον (ἅπερ, ἐν σχέσει πρὸς τὰ κνάπτω, γνάπτω, φαίνονται ὡς οἱ ὀρθότεροι τύποι) φέρονται συχνάκις ὡς διάφ. γραφαί, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖν. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· Αἰολ. γνόφαλλον Ἀλκαῖ. 34. Πρβλ. τύλη, καὶ ὡσαύτως γναφάλιον.