κοινονοημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sentiment de l’égalité ; affabilité, bonté.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[νοέω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />sentiment de l’égalité ; affabilité, bonté.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[νοέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κοινονοημοσύνη]], ἡ (Α)<br />[[σεβασμός]], [[εκτίμηση]] [[προς]] τα αισθήματα τών άλλων, [[προσήνεια]], [[καταδεκτικότητα]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινονοημοσύνη Medium diacritics: κοινονοημοσύνη Low diacritics: κοινονοημοσύνη Capitals: ΚΟΙΝΟΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: koinonoēmosýnē Transliteration B: koinonoēmosynē Transliteration C: koinonoimosyni Beta Code: koinonohmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, (νοέω)

   A regard for the feelings of others, M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, Gemeinsinn, herablassende Gesinnung, M. Anton. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κοινονοημοσύνη: ἡ, (νοέω) κοινότης αἰσθημάτων καὶ γνώμης, ἰδίως μεταξὺ πολιτῶν, Λατ. communitas, civilitas, Μ. Ἀντων. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sentiment de l’égalité ; affabilité, bonté.
Étymologie: κοινός, νοέω.

Greek Monolingual

κοινονοημοσύνη, ἡ (Α)
σεβασμός, εκτίμηση προς τα αισθήματα τών άλλων, προσήνεια, καταδεκτικότητα.