κνώψ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(6_14)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνώψ''': ὁ, γεν. κνωπός, συντετμημένον ἀντὶ τοῦ [[κινώπετον]], Νικ. Θ. 499, 520, 751· ― ὁ δὲ Ἡσύχ. ἔχει κνωπεύς, έως, ὁ, ἄρκτος. ΙΙ. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: κνὼψ = τυφλὸς (πρβλ. [[κνέφας]]).
|lstext='''κνώψ''': ὁ, γεν. κνωπός, συντετμημένον ἀντὶ τοῦ [[κινώπετον]], Νικ. Θ. 499, 520, 751· ― ὁ δὲ Ἡσύχ. ἔχει κνωπεύς, έως, ὁ, ἄρκτος. ΙΙ. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: κνὼψ = τυφλὸς (πρβλ. [[κνέφας]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[κνώψ]], -ωπός, ὁ (Α)<br />[[κινώπετον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για [[παραλλαγή]] του [[κνώδαλον]], [[κατά]] τα [[κνίψ]], <i>σήψ</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνώψ Medium diacritics: κνώψ Low diacritics: κνωψ Capitals: ΚΝΩΨ
Transliteration A: knṓps Transliteration B: knōps Transliteration C: knops Beta Code: knw/y

English (LSJ)

ὁ, gen. κνωπός, shortd. for κινώπετον, Nic.Th.499,520, 751.    II = τυφλός, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

κνώψ: ὁ, γεν. κνωπός, συντετμημένον ἀντὶ τοῦ κινώπετον, Νικ. Θ. 499, 520, 751· ― ὁ δὲ Ἡσύχ. ἔχει κνωπεύς, έως, ὁ, ἄρκτος. ΙΙ. Κατὰ Σουΐδ.: κνὼψ = τυφλὸς (πρβλ. κνέφας).

Greek Monolingual

κνώψ, -ωπός, ὁ (Α)
κινώπετον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παραλλαγή του κνώδαλον, κατά τα κνίψ, σήψ].