κολοβομάχη: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(6_10)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολοβομάχη''': ἡ, ἡ διακοπεῖσα [[μάχη]], ὡς εἷς τῶν Σχολιαστῶν καλεῖ τὴν Θ. ῥαψῳδίαν τῆς Ἰλ.· ἐν τοῖς Ἐνετ. Σχολ., [[αὐτόθι]], «[[κόλον]] δὲ μάχην [[ἤτοι]] κολοβὴν τὴν Θ. ῥαψῳδίαν καλοῦσι» Εὐστ. 599. 59.
|lstext='''κολοβομάχη''': ἡ, ἡ διακοπεῖσα [[μάχη]], ὡς εἷς τῶν Σχολιαστῶν καλεῖ τὴν Θ. ῥαψῳδίαν τῆς Ἰλ.· ἐν τοῖς Ἐνετ. Σχολ., [[αὐτόθι]], «[[κόλον]] δὲ μάχην [[ἤτοι]] κολοβὴν τὴν Θ. ῥαψῳδίαν καλοῦσι» Εὐστ. 599. 59.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολοβομάχη]] και κολοβομαχία, ἡ (Α)<br />([[ονομασία]] για το Θ της Ιλιάδας) [[μάχη]] που δεν τέλειωσε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]]. Ο τ. <i>κολοβομαχία</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>μαχία</i>, <i>πεζο</i>-<i>μαχία</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοβομάχη Medium diacritics: κολοβομάχη Low diacritics: κολοβομάχη Capitals: ΚΟΛΟΒΟΜΑΧΗ
Transliteration A: kolobomáchē Transliteration B: kolobomachē Transliteration C: kolovomachi Beta Code: koloboma/xh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A the interrupted battle, name for Il.8, Sch.B Il.8 init.; also κολοβο-μᾰχία, ἡ, Sch.Leid.Il.13.745 in Valck.Animadv.ad Ammon.p.181; cf. κόλος 3.

German (Pape)

[Seite 1474] ἡ, die unterbrochene Schlacht, so hieß das achte Buch der Ilias, Schol. Il. 8, 1; auch κολοβομαχία.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβομάχη: ἡ, ἡ διακοπεῖσα μάχη, ὡς εἷς τῶν Σχολιαστῶν καλεῖ τὴν Θ. ῥαψῳδίαν τῆς Ἰλ.· ἐν τοῖς Ἐνετ. Σχολ., αὐτόθι, «κόλον δὲ μάχην ἤτοι κολοβὴν τὴν Θ. ῥαψῳδίαν καλοῦσι» Εὐστ. 599. 59.

Greek Monolingual

κολοβομάχη και κολοβομαχία, ἡ (Α)
(ονομασία για το Θ της Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο-μαχία, πεζο-μαχία].