κομψεία: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />élégance, finesse dans la manière d’agir <i>ou</i> de parler.<br />'''Étymologie:''' [[κομψεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />élégance, finesse dans la manière d’agir <i>ou</i> de parler.<br />'''Étymologie:''' [[κομψεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κομψεία]], η [[κομψεύω]]<br />(Α)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για τη [[γλώσσα]]) [[λεπτότητα]], [[κομψότητα]], [[κοσμιότητα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Μοίριν) «[[κομψεία]] Ἀττικῶς<br />[[πανουργία]] Ἑλληνικῶς». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (κομψός)
A daintiness, refinement, esp. of language, τὰς . . τοιαύτας κομψείας such-like refinements, Pl.Phd.101c, cf. Phld.Rh. 1.224 S., Luc.Prom.8. II κομψεία, Ἀττικῶς· πανουργία, Ἑλληνικῶς, Moer.p.237 P.
German (Pape)
[Seite 1479] ἡ, artiges, seines, witziges Wesen, Betragen, Luc. Prom. 8 u. a. Sp.; – nach Moeris attisch für πανουργία, Verschlagenheit, Witzelei; vgl. Plat. Phaed. 101 c.
Greek (Liddell-Scott)
κομψεία: ἡ, ἡ λεπτότης, κομψότης, τὸ κόσμιον, ἰδίως τῆς γλώσσης, τὰς... τοιαύτας κομψείας, τοιαύτας λεπτότητας, Λατ. argutiae, Πλάτ. Φαῖδρ. 101C, πρβλ. Λουκ. Προμ. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
élégance, finesse dans la manière d’agir ou de parler.
Étymologie: κομψεύω.
Greek Monolingual
κομψεία, η κομψεύω
(Α)
1. (ιδίως για τη γλώσσα) λεπτότητα, κομψότητα, κοσμιότητα
2. (κατά τον Μοίριν) «κομψεία Ἀττικῶς
πανουργία Ἑλληνικῶς».