κονδυλίζω: Difference between revisions
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=donner un coup de poing sur le visage.<br />'''Étymologie:''' [[κόνδυλος]]. | |btext=donner un coup de poing sur le visage.<br />'''Étymologie:''' [[κόνδυλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κονδυλίζω]] (ΑM) [[κόνδυλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκοντάφτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] κάποιον με τη [[γροθιά]] μου<br /><b>2.</b> φέρομαι βάναυσα, [[κακοποιώ]] κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
(κόνδυλος)
A strike with the fist, Hyp.Fr.98 (Act. and Pass.), Aristid.2.95 J.: metaph., maltreat, oppress, ὀρφανούς LXX Ma.3.5; εἰς κεφαλὰς πτωχῶν ib.Am.2.7; also αὑτὴν εἰς ἀνάμνησιν κ. Lib.Decl.26.20:—Pass., ὑπὸ συνηθείας ἀεὶ κεκονδυλισμένος inured to buffetings, Longin.44.4, cf. D.L.2.21.
German (Pape)
[Seite 1480] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῠλίζω: μέλλ. -ίσω, (κόνδυλος) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21.
French (Bailly abrégé)
donner un coup de poing sur le visage.
Étymologie: κόνδυλος.
Greek Monolingual
κονδυλίζω (ΑM) κόνδυλος
μσν.
σκοντάφτω
αρχ.
1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου
2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).