κόνισις: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(6_8) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόνῑσις''': -εως, ἡ, ἄσκησις ἐν τῇ κονίστρᾳ (ἴδε [[κονίστρα]] 2), δρόμου... καὶ πάλης καὶ κονίσεως (διάφ. γραφ. κινήσεως) Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 12, 7. ΙΙ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6 ([[ἔνθα]] ὑπάρχουσι οὐκ ὀλίγαι διάφοροι γραφαί), διορθωτέον πιθανῶς [[κόμμωσις]] ἐκ τοῦ Πλινίου. | |lstext='''κόνῑσις''': -εως, ἡ, ἄσκησις ἐν τῇ κονίστρᾳ (ἴδε [[κονίστρα]] 2), δρόμου... καὶ πάλης καὶ κονίσεως (διάφ. γραφ. κινήσεως) Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 12, 7. ΙΙ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6 ([[ἔνθα]] ὑπάρχουσι οὐκ ὀλίγαι διάφοροι γραφαί), διορθωτέον πιθανῶς [[κόμμωσις]] ἐκ τοῦ Πλινίου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόνισις]], ἡ (Α) [[κονίω]]<br />[[άσκηση]] στην [[κονίστρα]] της παλαίστρας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A exercise in the arena, δρόμου . . καὶ πάλης καὶ κονίσεως (v.l. κινήσεως) Arist.Cael.292a26. II f.l. for κόμμωσις (q. v.), Id.HA623b31.
German (Pape)
[Seite 1481] ἡ, bei Arist. H. A. 9, 40 A., v. l. κώνησις, Wachsanstrich des Bodens in den Bienenstöcken, = κήρωσις. Man vermuthet κονίασις.
Greek (Liddell-Scott)
κόνῑσις: -εως, ἡ, ἄσκησις ἐν τῇ κονίστρᾳ (ἴδε κονίστρα 2), δρόμου... καὶ πάλης καὶ κονίσεως (διάφ. γραφ. κινήσεως) Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 12, 7. ΙΙ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6 (ἔνθα ὑπάρχουσι οὐκ ὀλίγαι διάφοροι γραφαί), διορθωτέον πιθανῶς κόμμωσις ἐκ τοῦ Πλινίου.