κόττανον: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(6_21) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόττᾰνον''': τό, [[εἶδος]] μικροῦ σύκου, Ἀθήν. 385Η, κτλ.· οὕτω: cottanum, Πλίν. 13, 10., 15, 21, Μαρτιαλ., Ἰουβενάλ. | |lstext='''κόττᾰνον''': τό, [[εἶδος]] μικροῦ σύκου, Ἀθήν. 385Η, κτλ.· οὕτω: cottanum, Πλίν. 13, 10., 15, 21, Μαρτιαλ., Ἰουβενάλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόττανον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρού σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κόττανον]], όπως και η λ. [[κοττάνα]], [[είναι]] πιθ. σημιτ. δάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>q</i><i>ā</i><i>t</i><i>ā</i><i>n</i>, <i>q</i><sup>e</sup><i>tannim</i> «[[μικρός]]». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cottana</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A small kind of fig, Ath.9.385a, prob. in Id.3.119b: Lat.cottanum, Plin.HN13.51.
German (Pape)
[Seite 1494] τό, eine Art kleiner Feigen, Ath. IX, 385 a, vgl. III, 119 a; cottanum od. coctanum. Martial. 7, 89.
Greek (Liddell-Scott)
κόττᾰνον: τό, εἶδος μικροῦ σύκου, Ἀθήν. 385Η, κτλ.· οὕτω: cottanum, Πλίν. 13, 10., 15, 21, Μαρτιαλ., Ἰουβενάλ.
Greek Monolingual
κόττανον, τὸ (Α)
είδος μικρού σύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κόττανον, όπως και η λ. κοττάνα, είναι πιθ. σημιτ. δάνεια, πρβλ. εβρ. qātān, qetannim «μικρός». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cottana].