κούρσος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Μ κοῡρσος και κρούσος και κοῡρσον, τὸ, και κοῡρσος, ὁ)
1. ληστρική επιδρομή, λεηλασία
2. πολεμική λεία, λάφυρο
μσν.
1. ληστρική συμμορία
2. αρπαγή
3. φρ. «βάνω κοῡρσος» — λεηλατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cursus].