κρεῖος: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(6_15)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεῖος''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[κριὸς]] ΙΙΙ, IV.
|lstext='''κρεῖος''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[κριὸς]] ΙΙΙ, IV.
}}
{{grml
|mltxt=κρεῑος, ὁ (Α)<br />([[αντί]] [[κριός]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] δίθυρου μαλακοστράκου<br /><b>2.</b> [[ποικιλία]] ρεβιθιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δ. γρφ. του [[κριός]]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεῖος Medium diacritics: κρεῖος Low diacritics: κρείος Capitals: ΚΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kreîos Transliteration B: kreios Transliteration C: kreios Beta Code: krei=os

English (LSJ)

ὁ,

   A v. κριός 111, VII. κρείουσα, ἡ, v. κρείων.

Greek (Liddell-Scott)

κρεῖος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κριὸς ΙΙΙ, IV.

Greek Monolingual

κρεῑος, ὁ (Α)
(αντί κριός)
1. είδος δίθυρου μαλακοστράκου
2. ποικιλία ρεβιθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κριός].