Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυκύϊζα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_4)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυκύϊζα''': «γλυκεῖα κολόκυντα» Ἡσύχ.
|lstext='''κυκύϊζα''': «γλυκεῖα κολόκυντα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυκύϊζα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γλυκεῑα κολόκυντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[κυκύϊζα]] και [[κύκυον]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το <i>σικυός</i> «[[αγγούρι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέονται με το λατ. <i>cucumis</i> «[[αγγούρι]]»].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκύϊζα Medium diacritics: κυκύϊζα Low diacritics: κυκύϊζα Capitals: ΚΥΚΥΪΖΑ
Transliteration A: kykýïza Transliteration B: kykuiza Transliteration C: kykyiza Beta Code: kuku/i+za

English (LSJ)

γλυκεῖα κολόκυντα, and κύκυον· τὸν σικυόν, Hsch.; cf. Lat.

   A cucumis.

Greek (Liddell-Scott)

κυκύϊζα: «γλυκεῖα κολόκυντα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυκύϊζα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῑα κολόκυντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός «αγγούρι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»].