κύρτωση: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(22) |
(No difference)
|
Revision as of 07:26, 29 September 2017
Greek Monolingual
η (Α κύρτωσις)
1. κυρτότητα, κύρτωμα, καμπύλωμα
2. καμπούριασμα («κυρτώσεων ἢ κυλλώσεων τοῡ σώματος», Πτολ.)
αρχ.
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διόγκωση, φούσκωμα
2. φυσαλλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cyrtosis < νεολατ. cyrtosis < κυρτός + κατάλ. -ωσις].