μετατροπία: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(SL_2)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μετατροπία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] of [[fortune]] μὴ φθονεραῖς ἐκ [[θεῶν]] μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.21)
|sltr=[[μετατροπία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] of [[fortune]] μὴ φθονεραῖς ἐκ [[θεῶν]] μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.21)
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μετατροπία]]) [[μετάτροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[μετάβαση]] από μια αρχική [[τονικότητα]] στο [[κλίμα]] της άλλης, με την [[προσφυγή]] [[είτε]] της μελωδίας [[είτε]] τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροπή]] ή [[μεταστροφή]] της τύχης<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανατροπή]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατροπία Medium diacritics: μετατροπία Low diacritics: μετατροπία Capitals: ΜΕΤΑΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: metatropía Transliteration B: metatropia Transliteration C: metatropia Beta Code: metatropi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A turn of fortune, reverse, Pi.P.10.21 (pl.).

German (Pape)

[Seite 155] ἡ, = Vorigem, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις Pind. P. 10, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μετατροπία: ἡ, τροπὴ τύχης, ἀνατροπή, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 31.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
changement, vicissitude, revers.
Étymologie: μετάτροπος.

English (Slater)

μετατροπία
   1 change of fortune μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.21)

Greek Monolingual

η (Α μετατροπία) μετάτροπος
νεοελλ.
μουσ. η μετάβαση από μια αρχική τονικότητα στο κλίμα της άλλης, με την προσφυγή είτε της μελωδίας είτε τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης
αρχ.
1. τροπή ή μεταστροφή της τύχης
2. (κατ' επέκτ.) ανατροπή.