μονόκερως: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(6_22) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόκερως''': -ων, ὁ ἓν μόνον [[κέρας]] ἔχων, γεν. -ω, Πλουτ. Περικλ. 6· ποιητ. μουνόκερος, ον, Ἀρχίλ. 170· ἐν τῷ πληθ. ἐν χρήσει μονοκέρατα, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 8. ΙΙ. Ὡς οὐσιαστ., [[μονόκερως]], -ωτος, ὁ, [[εἶδος]] τετραπόδου, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΑ΄, 21., ΚΗ΄, 6). | |lstext='''μονόκερως''': -ων, ὁ ἓν μόνον [[κέρας]] ἔχων, γεν. -ω, Πλουτ. Περικλ. 6· ποιητ. μουνόκερος, ον, Ἀρχίλ. 170· ἐν τῷ πληθ. ἐν χρήσει μονοκέρατα, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 8. ΙΙ. Ὡς οὐσιαστ., [[μονόκερως]], -ωτος, ὁ, [[εἶδος]] τετραπόδου, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΑ΄, 21., ΚΗ΄, 6). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ων (ΑΜ [[μονόκερως]], -ων, Α ποιητ. τ. μουνόκερος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[κέρατο]], ο [[μονοκέρατος]] («ο [[ταύρος]] του Θεοδόση ο [[μονόκερως]], ο [[φιλέρημος]] και [[μελαγχολικός]]», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονόκερως]]<br />μυθικό ζώο με [[σώμα]] αλόγου και [[κεφάλι]] τράγου με ένα μεγάλο [[κέρατο]] στο [[μέσο]] του μετώπου του και, [[συχνά]], δίχηλα πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>αστρον.</b> [[αστερισμός]] ο [[οποίος]] εκτείνεται και [[προς]] τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού, [[μεταξύ]] τών αστερισμών τών Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του Μικρού Κυνός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-<i>κερως</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 203] ωτος, ὁ, dasselbe; Arist. Gen. an. 3, 2; Plut. Per. 6. – Das Einhorn, Ael. N. A. 16, 20.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκερως: -ων, ὁ ἓν μόνον κέρας ἔχων, γεν. -ω, Πλουτ. Περικλ. 6· ποιητ. μουνόκερος, ον, Ἀρχίλ. 170· ἐν τῷ πληθ. ἐν χρήσει μονοκέρατα, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 8. ΙΙ. Ὡς οὐσιαστ., μονόκερως, -ωτος, ὁ, εἶδος τετραπόδου, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΑ΄, 21., ΚΗ΄, 6).
Greek Monolingual
-ων (ΑΜ μονόκερως, -ων, Α ποιητ. τ. μουνόκερος, -ον)
1. αυτός που έχει μόνο ένα κέρατο, ο μονοκέρατος («ο ταύρος του Θεοδόση ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός», Παπαδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόκερως
μυθικό ζώο με σώμα αλόγου και κεφάλι τράγου με ένα μεγάλο κέρατο στο μέσο του μετώπου του και, συχνά, δίχηλα πόδια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. αστρον. αστερισμός ο οποίος εκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού, μεταξύ τών αστερισμών τών Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του Μικρού Κυνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ορθό-κερως].