λακκόπεδον: Difference between revisions

22
(6_22)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λακκόπεδον''': τό, τὸ [[ὀρχίπεδον]], οἱ ὄρχεις, Λατ. scrotum, Ἀρισταγ. ἐν «Μαμμακύθῳ» 6, [[Πολυδ]]. Β΄, 172, Ἡσύχ.
|lstext='''λακκόπεδον''': τό, τὸ [[ὀρχίπεδον]], οἱ ὄρχεις, Λατ. scrotum, Ἀρισταγ. ἐν «Μαμμακύθῳ» 6, [[Πολυδ]]. Β΄, 172, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λακκόπεδον]] και λακόπεδον, τὸ <b>(Α.)</b><br />το όσχεον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάκκος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γή</i>-<i>πεδον</i>, <i>οικό</i>-<i>πεδον</i>)].
}}
}}