λεβητάριον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(6_22)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεβητάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., [[Πολυδ]]. Ι΄, 66, 95, κτλ.
|lstext='''λεβητάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., [[Πολυδ]]. Ι΄, 66, 95, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[λεβητάριον]]) [[λέβης]]<br /><b>εκκλ.</b> μετάλλινο εκκλησιαστικό [[σκεύος]] με [[σχήμα]] μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για [[θέρμανση]] νερού και [[έκχυση]] του στο [[ιερό]] ποτήριο λίγο [[πριν]] από τη [[θεία]] [[κοινωνία]], αλλ. [[ζέον]]<br /><b>αρχ.</b><br />υποκορ. του [[λέβης]], καζανάκι, μικρό [[δοχείο]].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεβητάριον Medium diacritics: λεβητάριον Low diacritics: λεβητάριον Capitals: ΛΕΒΗΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: lebētárion Transliteration B: lebētarion Transliteration C: levitarion Beta Code: lebhta/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Poll.10.66, 95, etc.

German (Pape)

[Seite 21] τό, dim. von λέβης, Kesselchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεβητάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πολυδ. Ι΄, 66, 95, κτλ.

Greek Monolingual

το (AM λεβητάριον) λέβης
εκκλ. μετάλλινο εκκλησιαστικό σκεύος με σχήμα μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για θέρμανση νερού και έκχυση του στο ιερό ποτήριο λίγο πριν από τη θεία κοινωνία, αλλ. ζέον
αρχ.
υποκορ. του λέβης, καζανάκι, μικρό δοχείο.