λείωμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λείωμα''': τό, ([[λειόω]]) τὸ [[καλῶς]] τριφθὲν ἢ κοπανισθέν, τὰ ἄκρατα λειώματα, χρώματα τῆς ζωγραφικῆς ἐκ κυανοῦ παρασκευαζόμενα διὰ τῆς τρίψεως, Θεοφρ. π. Λίθ. 55. | |lstext='''λείωμα''': τό, ([[λειόω]]) τὸ [[καλῶς]] τριφθὲν ἢ κοπανισθέν, τὰ ἄκρατα λειώματα, χρώματα τῆς ζωγραφικῆς ἐκ κυανοῦ παρασκευαζόμενα διὰ τῆς τρίψεως, Θεοφρ. π. Λίθ. 55. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λείωμα]], -ατος, τὸ (Α) [[λειώ]]<br />αυτό που προέρχεται από [[τριβή]] ή από [[κοπάνισμα]] ή από [[τήξη]] ή από [[σύνθλιψη]], το [[λειώμα]] («τὰ ἄκρατα λειώματα» — χρώματα ζωγραφικής που παρασκευάζονταν από κύανο με [[τριβή]], Θεόφρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (λειόω)
A pigment-powder, τὰ ἄκρατα λ., τὰ ὑδαρέστερα λ., Thphr.Lap.55.
German (Pape)
[Seite 27] τό, das Geglättete; auch das Abgeriebene, Kleingeriebene, ἄκρατον λείωμα, eine durch Reiben aus κύανος bereitete Malerfarbe, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λείωμα: τό, (λειόω) τὸ καλῶς τριφθὲν ἢ κοπανισθέν, τὰ ἄκρατα λειώματα, χρώματα τῆς ζωγραφικῆς ἐκ κυανοῦ παρασκευαζόμενα διὰ τῆς τρίψεως, Θεοφρ. π. Λίθ. 55.
Greek Monolingual
λείωμα, -ατος, τὸ (Α) λειώ
αυτό που προέρχεται από τριβή ή από κοπάνισμα ή από τήξη ή από σύνθλιψη, το λειώμα («τὰ ἄκρατα λειώματα» — χρώματα ζωγραφικής που παρασκευάζονταν από κύανο με τριβή, Θεόφρ.).