ληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληκτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ [[τέλος]] εὑρισκόμενος, ἐπὶ γραμμάτων ληκτικὸν [[εἶναι]] τὸ ἐν τέλει τῆς λέξεως εὑρισκόμενον [[γράμμα]], π. χ. ἐν τῇ λέξει [[ῥήτωρ]] τὸ ρ [[εἶναι]] ληκτικόν, Α. Β. 816, 22.
|lstext='''ληκτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ [[τέλος]] εὑρισκόμενος, ἐπὶ γραμμάτων ληκτικὸν [[εἶναι]] τὸ ἐν τέλει τῆς λέξεως εὑρισκόμενον [[γράμμα]], π. χ. ἐν τῇ λέξει [[ῥήτωρ]] τὸ ρ [[εἶναι]] ληκτικόν, Α. Β. 816, 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ληκτικός]], -ή, -όν) [[λήγω]]<br />αυτός ο [[οποίος]] βρίσκεται στο [[τέλος]], [[τελικός]], [[καταληκτικός]] (α. «ληκτικό [[σύμφωνο]]» β. «ληκτικαὶ συλλαβαί», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[τέρμα]] σε [[κάτι]] («ληκτικὸς ὀδύνης», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκτικός Medium diacritics: ληκτικός Low diacritics: ληκτικός Capitals: ΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēktikós Transliteration B: lēktikos Transliteration C: liktikos Beta Code: lhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A causing to cease, ὀδύνης v.l. in Hp.Liqu.6; terminal, [συλλαβαί] A.D. Synt.7.10; ζῴδιον Cat.Cod.Astr.7.194.18 (Rhetor.ex Teucro).

German (Pape)

[Seite 39] das Ende betreffend, B. A. p. 816.

Greek (Liddell-Scott)

ληκτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ τέλος εὑρισκόμενος, ἐπὶ γραμμάτων ληκτικὸν εἶναι τὸ ἐν τέλει τῆς λέξεως εὑρισκόμενον γράμμα, π. χ. ἐν τῇ λέξει ῥήτωρ τὸ ρ εἶναι ληκτικόν, Α. Β. 816, 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ληκτικός, -ή, -όν) λήγω
αυτός ο οποίος βρίσκεται στο τέλος, τελικός, καταληκτικός (α. «ληκτικό σύμφωνο» β. «ληκτικαὶ συλλαβαί», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
αυτός που επιφέρει τέρμα σε κάτι («ληκτικὸς ὀδύνης», Ιπποκρ.).