λεῦκος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
(23)
(23)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />λεῡκος, ὁ (Α) [[λευκός]]<br />[[ονομασία]] ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», <b>Θεόκρ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />λεῡκος, ὁ (Μ)<br />η [[λεύκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λεύκη]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />λεῡκος, ὁ (Α) [[λευκός]]<br />[[ονομασία]] ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», <b>Θεόκρ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />λεῡκος, ὁ (Μ)<br />η [[λεύκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λεύκη]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{grml
|mltxt=Λεῡκος, ὁ (Α)<br />[[θεότητα]] στη Μίλητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λευκός]], με αναβιβασμό του τόνου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φαιδρά</i> &GT; [[Φαίδρα]], [[γλαυκός]] &GT; <i>Γλαύκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεῦκος Medium diacritics: λεῦκος Low diacritics: λεύκος Capitals: ΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: leûkos Transliteration B: leukos Transliteration C: leykos Beta Code: leu=kos

English (LSJ)

ὁ, name of

   A a fish (cf. λευκίσκος), Theoc.Beren.4, cf. Arist. HA567a20.

German (Pape)

[Seite 34] ὁ, Name eines Fisches, Theocr. bei Ath. VII, 284 a. Vgl. Arist. H. A. 6, 13, οἱ λευκοὶ καλούμενοι ἰχθύες.

Greek (Liddell-Scott)

λεῦκος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος (πρβλ. λευκίσκος), Θεόκρ. παρ’ Ἀθην. 284A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson (cf. λευκίσκος).
Étymologie: λευκός.

Greek Monolingual

(I)
λεῡκος, ὁ (Α) λευκός
ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.).———————— (II)
λεῡκος, ὁ (Μ)
η λεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λεύκη (), με αλλαγή γένους].

Greek Monolingual

Λεῡκος, ὁ (Α)
θεότητα στη Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός > Γλαύκος)].