λημώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λημώδης''': -ές, ([[λήμη]], [[εἶδος]]) [[πλήρης]] λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.
|lstext='''λημώδης''': -ές, ([[λήμη]], [[εἶδος]]) [[πλήρης]] λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λημώδης]], -ώδες) [[λήμη]]<br />[[γεμάτος]] λήμες, τσιμπλιασμένος, [[τσιμπλιάρης]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημώδης Medium diacritics: λημώδης Low diacritics: λημώδης Capitals: ΛΗΜΩΔΗΣ
Transliteration A: lēmṓdēs Transliteration B: lēmōdēs Transliteration C: limodis Beta Code: lhmw/dhs

English (LSJ)

ες, (λήμη)

   A full of rheum, Alex.Trall.2.

German (Pape)

[Seite 40] ες, = λημαλέος, triefäugig, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

λημώδης: -ές, (λήμη, εἶδος) πλήρης λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.

Greek Monolingual

-ες (Α λημώδης, -ώδες) λήμη
γεμάτος λήμες, τσιμπλιασμένος, τσιμπλιάρης.