λησμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />oubli.<br />'''Étymologie:''' [[λήθω]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />oubli.<br />'''Étymologie:''' [[λήθω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[λησμοσύνη]], δωρ. τ. λησμοσύνα) [[λήσμων]]<br />[[λήθη]], [[λησμονιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να λησμονεί [[κάποιος]], [[ξέχασμα]], [[ξεχασιά]]<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του επιλήσμονα, του ξεχασιάρη («γεροντική [[λησμοσύνη]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = λήθη, forgetfulness, κακῶν Hes.Th.55; τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν S.Ant.151 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 41] ἡ, das Vergessen, Vergessenheit, κακῶν, neben ἄμπαυμα μερμηράων, Hes. Th. 55; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν, Soph. Ant. 151, vergesset.
Greek (Liddell-Scott)
λησμοσύνη: ἡ, = λήθη, ἐπιλησμοσύνη, κακῶν Ἡσ. Θεογ. 55· τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν Σοφ. Ἀντ. 151 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
oubli.
Étymologie: λήθω.
Greek Monolingual
η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) λήσμων
λήθη, λησμονιά
νεοελλ.
1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά
2. η ιδιότητα του επιλήσμονα, του ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη»).