λησμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />oubli.<br />'''Étymologie:''' [[λήθω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />oubli.<br />'''Étymologie:''' [[λήθω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λησμοσύνη]], δωρ. τ. λησμοσύνα) [[λήσμων]]<br />[[λήθη]], [[λησμονιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να λησμονεί [[κάποιος]], [[ξέχασμα]], [[ξεχασιά]]<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του επιλήσμονα, του ξεχασιάρη («γεροντική [[λησμοσύνη]]»).
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λησμοσύνη Medium diacritics: λησμοσύνη Low diacritics: λησμοσύνη Capitals: ΛΗΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: lēsmosýnē Transliteration B: lēsmosynē Transliteration C: lismosyni Beta Code: lhsmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = λήθη, forgetfulness, κακῶν Hes.Th.55; τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν S.Ant.151 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 41] ἡ, das Vergessen, Vergessenheit, κακῶν, neben ἄμπαυμα μερμηράων, Hes. Th. 55; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν, Soph. Ant. 151, vergesset.

Greek (Liddell-Scott)

λησμοσύνη: ἡ, = λήθη, ἐπιλησμοσύνη, κακῶν Ἡσ. Θεογ. 55· τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν Σοφ. Ἀντ. 151 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
oubli.
Étymologie: λήθω.

Greek Monolingual

η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) λήσμων
λήθη, λησμονιά
νεοελλ.
1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά
2. η ιδιότητα του επιλήσμονα, του ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη»).