λινεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(6_1)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνεύω''': [[ἁλιεύω]], «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.
|lstext='''λῐνεύω''': [[ἁλιεύω]], «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινεύω]] (Α) [[λίνον]]<br />[[συλλαμβάνω]] με τα δίχτια, [[αλιεύω]], [[ψαρεύω]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινεύω Medium diacritics: λινεύω Low diacritics: λινεύω Capitals: ΛΙΝΕΥΩ
Transliteration A: lineúō Transliteration B: lineuō Transliteration C: lineyo Beta Code: lineu/w

English (LSJ)

   A catch with nets, λ. γυργαθοῖς Peripl.M.Rubr.15.

German (Pape)

[Seite 49] mit Garnen oder Netzen fangen, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνεύω: ἁλιεύω, «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.

Greek Monolingual

λινεύω (Α) λίνον
συλλαμβάνω με τα δίχτια, αλιεύω, ψαρεύω.