λινοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(6_22)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνοχίτων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λινοῦν χιτῶνα, Ἡσύχ.
|lstext='''λῐνοχίτων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λινοῦν χιτῶνα, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινοχίτων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] λινό χιτώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σιδηρο</i>-<i>χίτων</i>, <i>χαλκο</i>-<i>χίτων</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοχίτων Medium diacritics: λινοχίτων Low diacritics: λινοχίτων Capitals: ΛΙΝΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: linochítōn Transliteration B: linochitōn Transliteration C: linochiton Beta Code: linoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A with linen tunic, Hsch., prob. l. in Him.Or.11.1.

German (Pape)

[Seite 50] ωνος, mit leinenem Unterkleide, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λινοῦν χιτῶνα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λινοχίτων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που φορά λινό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χαλκο-χίτων].