λινοχίτων: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(6_22) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνοχίτων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λινοῦν χιτῶνα, Ἡσύχ. | |lstext='''λῐνοχίτων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λινοῦν χιτῶνα, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λινοχίτων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] λινό χιτώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σιδηρο</i>-<i>χίτων</i>, <i>χαλκο</i>-<i>χίτων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with linen tunic, Hsch., prob. l. in Him.Or.11.1.
German (Pape)
[Seite 50] ωνος, mit leinenem Unterkleide, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λινοῦν χιτῶνα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λινοχίτων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που φορά λινό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χαλκο-χίτων].