λινόστροφος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_18)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνόστροφος''': -ον, συνεστραμμένος ἐκ λίνου, [[θῶμιγξ]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 76.
|lstext='''λῐνόστροφος''': -ον, συνεστραμμένος ἐκ λίνου, [[θῶμιγξ]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 76.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινόστροφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> πλεγμένος με [[λινάρι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λινόστροφον</i><br />το [[φυτό]] [[πράσιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αργό]]-<i>στροφος</i>, <i>εύ</i>-<i>στροφος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόστροφος Medium diacritics: λινόστροφος Low diacritics: λινόστροφος Capitals: ΛΙΝΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: linóstrophos Transliteration B: linostrophos Transliteration C: linostrofos Beta Code: lino/strofos

English (LSJ)

ον,

   A twisted of flax, θῶμιγξ Opp.H.3.76.    II -στροφον, τό, = marrubium, Plin.HN20.241, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόστροφος: -ον, συνεστραμμένος ἐκ λίνου, θῶμιγξ Ὀππ. Ἁλ. 3. 76.

Greek Monolingual

λινόστροφος, -ον (Α)
1. πλεγμένος με λινάρι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινόστροφον
το φυτό πράσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στροφος (< στρέφω), πρβλ. αργό-στροφος, εύ-στροφος].