λιθοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lance des pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui lance des pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[βάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λιθοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός πού ρίχνει λίθους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιθοβόλο</i>(<i>ν</i>)<br />πολεμική πολιορκητική [[μηχανή]] που χρησίμευε για την εκτόξευξη λίθων διαφόρου μεγέθους και βάρους [[εναντίον]] τών ασθενέστερων σημείων τών τειχών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[λιθοβόλος]]<br />ο [[αθλητής]] της λιθοβολίας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] πρωτόγονου πυροβόλου που έριχνε λίθινα βλήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>το λιθοβόλον</i> («κατασκευάζειν, καὶ καταπέλτας ὀξυβελεῑς, καὶ λιθοβόλους παντοίους», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοβόλος Medium diacritics: λιθοβόλος Low diacritics: λιθοβόλος Capitals: ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: lithobólos Transliteration B: lithobolos Transliteration C: lithovolos Beta Code: liqobo/los

English (LSJ)

ον, (parox.)

   A throwing stones, pelting with stones: -βόλοι, οἱ, stone-throwers, distd. from σφενδονῆται, Th.6.69, cf. J.BJ3.7.18; γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί Pl.Criti.119b: sg., as winner of a contest, SIG1061.6, 19 (Samos, ii B.C.).    2 -βόλος, ὁ, engine for hurling stones, Plb.8.5.2, Moschio ap.Ath.5.208c, Ath. Mech.18.6; distd. from καταπέλτης, D.S.20.48; also -βόλον, τό, LXX 1 Ma.6.51, J.BJ5.6.3; in full, λ. μηχαναί ib.4.9.12.    II proparox. λιθόβολος, ον, Pass., struck with stones, stoned, E.Ph.1063 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 44] mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. μηχανή, auch τὸ λιθοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιθοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιθόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοβόλος: -ον, (βάλλω) ῥίπτων λίθους˙ λιθοβόλοι, οἱ, οἱ ῥίπτοντες λίθους, διακρινόμενοι ἀπὸ τῶν σφενδονητῶν, Θουκ. 6. 69, ἔνθα ἴδε Ἑρμηνευτ. καὶ πρβλ. Ξεv. Ἀν. 5. 2, 14· γυμνῆτες λιθ. καὶ ἀκοντισταὶ Πλάτ. Κριτί. 119Β. 2) λιθοβόλος, ὁ, μηχανὴ πρὸς ἐξακόντισιν λίθων, Πολύβ. 8. 7. 2, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C˙ διαφέρουσα τοῦ καταπέλτου, Διόδ. 20. 48˙ ὡσαύτως λιθοβόλον, τό, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ϛ΄, 51), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6, 3. ΙΙ. προπαροξυτ., λιβόβολος, ον, Παθ., ὁ βληθεὶς διὰ λίθων, Εὐρ. Φοίν. 1069.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ο (Α λιθοβόλος, -ον)
1. αυτός πού ρίχνει λίθους
2. το ουδ. ως ουσ. το λιθοβόλο(ν)
πολεμική πολιορκητική μηχανή που χρησίμευε για την εκτόξευξη λίθων διαφόρου μεγέθους και βάρους εναντίον τών ασθενέστερων σημείων τών τειχών
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η λιθοβόλος
ο αθλητής της λιθοβολίας
2. το αρσ. ως ουσ. είδος πρωτόγονου πυροβόλου που έριχνε λίθινα βλήματα
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. το λιθοβόλον («κατασκευάζειν, καὶ καταπέλτας ὀξυβελεῑς, καὶ λιθοβόλους παντοίους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + βόλος (< βάλλω). Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].