λιθόκολλα: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_9)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθόκολλα''': ἡ, [[μῖγμα]] μαρμάρου ἢ λίθου Παρίου καὶ ταυροκόλλης πρὸς συγκόλλησιν λίθων, Διοσκ. 5. 164.
|lstext='''λῐθόκολλα''': ἡ, [[μῖγμα]] μαρμάρου ἢ λίθου Παρίου καὶ ταυροκόλλης πρὸς συγκόλλησιν λίθων, Διοσκ. 5. 164.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λιθόκολλα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ειδική [[κόλλα]] για [[συγκόλληση]] λίθων ή για [[στερέωση]] πολύτιμων λίθων<br /><b>αρχ.</b><br />[[μίγμα]] μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για [[συγκόλληση]] λίθων.
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόκολλα Medium diacritics: λιθόκολλα Low diacritics: λιθόκολλα Capitals: ΛΙΘΟΚΟΛΛΑ
Transliteration A: lithókolla Transliteration B: lithokolla Transliteration C: lithokolla Beta Code: liqo/kolla

English (LSJ)

ἡ,

   A cement, Dsc. 5.145.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, Steinkitt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόκολλα: ἡ, μῖγμα μαρμάρου ἢ λίθου Παρίου καὶ ταυροκόλλης πρὸς συγκόλλησιν λίθων, Διοσκ. 5. 164.

Greek Monolingual

η (Α λιθόκολλα)
νεοελλ.
ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθων
αρχ.
μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων.