λιποκύτταρο: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(23)
(No difference)

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
βιολ. κύτταρο του ερειστικού ιστού εξειδικευμένο στη σύνθεση και στην αποθήκευση μεγάλων λιποσωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipocyte < lip(o)- (< λίπος) + cyte (< κύτταρο)].