λοξεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(6_2)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοξεύω''': [[λοξόω]], Λιβάν. 4. 1072.
|lstext='''λοξεύω''': [[λοξόω]], Λιβάν. 4. 1072.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[λοξεύω]], Μ και λοξεύγω) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[πλαγιάζω]] («λοξεύειν τὸν ὀφθαλμόν», Λιβάν.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρεκκλίνω]] από την [[ευθεία]] [[πορεία]], [[προχωρώ]] [[λοξά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>λελοξευμένα</i><br />[[ασαφής]] ή συμβολική [[γλώσσα]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξεύω Medium diacritics: λοξεύω Low diacritics: λοξεύω Capitals: ΛΟΞΕΥΩ
Transliteration A: loxeúō Transliteration B: loxeuō Transliteration C: lokseyo Beta Code: loceu/w

English (LSJ)

   A = λοξόω, τὸν ὀφθαλμόν Lib.Descr.30.18; λελοξευμένα obscure or symbolical language, Syn.Alch.p.63 B.

Greek (Liddell-Scott)

λοξεύω: λοξόω, Λιβάν. 4. 1072.

Greek Monolingual

(AM λοξεύω, Μ και λοξεύγω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, πλαγιάζω («λοξεύειν τὸν ὀφθαλμόν», Λιβάν.)
νεοελλ.-μσν.
παρεκκλίνω από την ευθεία πορεία, προχωρώ λοξά
αρχ.
(το ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) λελοξευμένα
ασαφής ή συμβολική γλώσσα.