λοπάδιον: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />petit plat, écuelle.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[λοπάς]]. | |btext=ου (τό) :<br />petit plat, écuelle.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[λοπάς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοπάδιον]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] οστράκου<br />(αρχ. (υποκορ. του [[λοπάς]]) [[τηγανάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοπάς]], -[[άδος]] «[[πιατέλα]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομμάτ</i>-<i>ιον</i>, <i>στόμ</i>-<i>ιον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A λοπάς 2, Ar.Pl. 812, Eub.9,38, Alex.186.7, PCair.Zen.82 (iii B.C.), etc. II oyster, Gp.20.18.
Greek (Liddell-Scott)
λοπάδιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λοπάς, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 812, Εὔβουλ. ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1, «ἐν Ἴωνι» 1, κτλ.· - οὕτω λοπαδίσκος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 962. ΙΙ. ὄστρεόν τι, Γεωπ. 20. 18, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit plat, écuelle.
Étymologie: dim. de λοπάς.
Greek Monolingual
λοπάδιον, τὸ (AM)
μσν.
είδος οστράκου
(αρχ. (υποκορ. του λοπάς) τηγανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, -άδος «πιατέλα» + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ομμάτ-ιον, στόμ-ιον)].