μαλθακίζομαι: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_20) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαλθᾰκίζομαι''': Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλακός]], καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. [[μαλακίζομαι]], [[γίνομαι]] [[χαῦνος]], [[μαλθακός]], Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι [[ἀπρόθυμος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C. | |lstext='''μαλθᾰκίζομαι''': Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλακός]], καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. [[μαλακίζομαι]], [[γίνομαι]] [[χαῦνος]], [[μαλθακός]], Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι [[ἀπρόθυμος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαλθακίζομαι]] (AM) [[μαλθακός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («[[Ζεὺς]] τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με τη [[θερμότητα]] του ηλίου) αποχαυνώνομαι<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[δειλός]] («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν [[κιθαρῳδός]], καὶ οὐ τολμᾱν [[ἕνεκα]] τοῡ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν [[ὥσπερ]] Ἄλκηστις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[απρόθυμος]] ή [[αναβλητικός]] («δεῑν ἐμὲ πλεῑν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be softened, of persons, A.Pr.79,952, E.Med.291; of the sun's heat, Gal.17(1).388. II relax, give in, Pl.R.458b, al.; to be a coward, Id.Smp.179d; to be remiss, Id.Ep.317c.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. μαλακίζομαι, γίνομαι χαῦνος, μαλθακός, Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι ἀπρόθυμος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C.
Greek Monolingual
μαλθακίζομαι (AM) μαλθακός
είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος
αρχ.
1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.)
2. (σε σχέση με τη θερμότητα του ηλίου) αποχαυνώνομαι
3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾱν ἕνεκα τοῡ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις», Πλάτ.)
4. είμαι απρόθυμος ή αναβλητικός («δεῑν ἐμὲ πλεῑν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», Πλάτ.).