μειωτικός: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειωτικός''': -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, [[ἐλαττωτικός]], ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53. | |lstext='''μειωτικός''': -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, [[ἐλαττωτικός]], ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μειωτικός]], -ή, -όν) [[μειωτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[μείωση]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[εξευτελιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποβιβάζει [[κάτι]] [[κατά]] την [[περιγραφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται [[ελάττωση]], [[μείωση]], [[παρακμή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μειωτικώς</i> (Α μειωτικῶς)<br />με μειωτικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A lowering in description, diminishing, ὕψους Longin.42.1; ὑπαρχόντων Vett.Val.10.20; ποταμῶν Heph.Astr.1.20: Medic., πλήθους (plethora) Gal.1.146; waning, τὸ τῆς σελήνης μ. σχῆμα Vett.Val.41.6. 2 depreciatory, Phld.Rh. 1.217 S. Adv. -κῶς S.E.M.3.42, D.L.7.53.
German (Pape)
[Seite 117] zum Verkleinern gehörig, verkleinernd, Longin. 42. – Adv., S. Emp. adv. Math. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
μειωτικός: -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, ἐλαττωτικός, ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μειωτικός, -ή, -όν) μειωτός
1. αυτός που επιφέρει μείωση
2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός
αρχ.
1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή
2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή.
επίρρ...
μειωτικώς (Α μειωτικῶς)
με μειωτικό τρόπο.