μελεδαίνω: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> s’inquiéter, se préoccuper : τινός, de qch ; τινά, de qqn;<br /><b>2</b> prendre soin de, soigner : τινά, qqn.<br />'''Étymologie:''' μελέδη. | |btext=<b>1</b> s’inquiéter, se préoccuper : τινός, de qch ; τινά, de qqn;<br /><b>2</b> prendre soin de, soigner : τινά, qqn.<br />'''Étymologie:''' μελέδη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελεδαίνω]] (Α) [[μελεδών]]<br /><b>1.</b> [[μεριμνώ]] για [[κάτι]], [[επιμελούμαι]] [[κάτι]], [[φροντίζω]] («ἐμπίομαι, πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) έχω [[κατά]] νου, [[σκοπεύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («γῆμαι δὲ κακὴν κακοῡ οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς [[ἀνήρ]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[θεραπεύω]], [[περιποιούμαι]] («τοὺς δὲ καὶ νοσέοντας αὐτῶν κατέλειπε, ἐπιτάσσων τῇσι πόλισι... μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν», <b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
(μέλω)
A care for, be cumbered about, c. gen., πενίης Thgn.1129: c. acc., Archil.8, SIG2 (Sigeum, vi B.C.), Theoc.10.52: c. inf., γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ a well-born man does not mind marrying a woman of mean birth, Thgn.185. II care for, attend upon, μ. τοὺς νοσέοντας Hdt.8.115; τὰς ὑστέρας Hp.Mul.1.17; τὴν ἄνθρωπον Aret.CA2.10.
German (Pape)
[Seite 121] sorgen, sich Sorge machen um Etwas, τινός, z. B. πενίης, Theogn. 1129, der es 185 auch mit dem inf. verbindet, γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ, der gute Mann mag nicht, will nicht eine schlechte Frau heirathen; c. accus.; Theocr. 10, 52; bes. warten, pflegen, τοὺς νοσέοντας μ. καὶ τρέφειν, Her. 8, 115; Hippocr., der auch das pass. braucht.
Greek (Liddell-Scott)
μελεδαίνω: (μέλω) ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, μεριμνῶ περί τινος, μετὰ γεν., πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων Θέογν. 1129· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Ἀρχίλ. 7, Θεόκρ. 10. 52, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8 (Böchk σ. 20)· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ, ἢν οἱ χρήματα πολλὰ διδῷ Θέογν. 185 οὕτω Λατ. non curare, = detrectare. ΙΙ. φροντίζω περί τινος, περιποιοῦμαί τινα, ὡς τὸ θεραπεύω, τοὺς νοσέοντας... μελδαίνειν τε καὶ τρέφειν Ἡρόδ. 8. 115 πρβλ. Ἱππ. 598. 26.
French (Bailly abrégé)
1 s’inquiéter, se préoccuper : τινός, de qch ; τινά, de qqn;
2 prendre soin de, soigner : τινά, qqn.
Étymologie: μελέδη.
Greek Monolingual
μελεδαίνω (Α) μελεδών
1. μεριμνώ για κάτι, επιμελούμαι κάτι, φροντίζω («ἐμπίομαι, πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων», Θέογν.)
2. (με απρμφ.) έχω κατά νου, σκοπεύω να κάνω κάτι («γῆμαι δὲ κακὴν κακοῡ οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ», Θέογν.)
3. θεραπεύω, περιποιούμαι («τοὺς δὲ καὶ νοσέοντας αὐτῶν κατέλειπε, ἐπιτάσσων τῇσι πόλισι... μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν», Ηρόδ.).