μελικός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le chant ; ὁ [[μελικός]] poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le chant ; ὁ [[μελικός]] poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μελικός]], -ή, -όν) [[μέλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέλος]] ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με [[μέλος]], ο [[λυρικός]] («μελικὴ [[ποίησις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μελικός]]<br />ο [[λυρικός]] [[ποιητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μελικὸν [[σχῆμα]]» — η [[μορφή]] τών μελικών ποιημάτων, [[δηλαδή]] η [[σύνθεση]] [[κατά]] στροφές ή περιόδους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελικῶς</i> (Α)<br />με [[μέλος]], με [[μελωδία]], με μελικό ή λυρικό τρόπο, λυρικά.
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐκός Medium diacritics: μελικός Low diacritics: μελικός Capitals: ΜΕΛΙΚΟΣ
Transliteration A: melikós Transliteration B: melikos Transliteration C: melikos Beta Code: meliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (μέλος B)

   A lyric, ποίησις Plu.2.348b: μελικός, ὁ, lyric poet, of Pindar, ib.120c; τὸ μ. σχῆμα D.H. Comp.11. Adv. -κῶς lyrically, Sch.Ar. Av.209.

German (Pape)

[Seite 123] zum Gesange gehörig, mit Gesang begleitet, sangbar, Sp.; ὁ μελικός, der Lieder-, lyrische Dichter, Plut. consol. ad Apoll. p. 365; – μελικῶς, Schol. Ar. Av. 209.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐκός: -ή, -όν, (μέλος ΙΙ) ὁ εἰς τὸ μέλος ἀνήκων, λυρικός, ποίησις Πλούτ. 2. 348Β· μελικός, ὁ, λυρικὸς ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν 2. 120C. Ἐπίρρ. -κῶς, λυρικῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 209.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le chant ; ὁ μελικός poète lyrique.
Étymologie: μέλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μελικός, -ή, -όν) μέλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικός
ο λυρικός ποιητής
αρχ.
φρ. «μελικὸν σχῆμα» — η μορφή τών μελικών ποιημάτων, δηλαδή η σύνθεση κατά στροφές ή περιόδους.
επίρρ...
μελικῶς (Α)
με μέλος, με μελωδία, με μελικό ή λυρικό τρόπο, λυρικά.