μεσόκωλον: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(6_22) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσόκωλον''': τό, τὸ [[μέρος]] τοῦ μεσεντερίου τὸ [[μετὰ]] τὸ [[κῶλον]], Ἱππ. 274. 15. | |lstext='''μεσόκωλον''': τό, τὸ [[μέρος]] τοῦ μεσεντερίου τὸ [[μετὰ]] τὸ [[κῶλον]], Ἱππ. 274. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσόκωλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] του κώλου, του μέλους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μεσόκωλα</i><br />το [[τμήμα]] του μεσεντερίου που βρίσκεται [[μετά]] το κώλο, το [[κωλάντερο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μέσον]] <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A middle of a limb, Sor.Fasc. 55. II in pl., part of the μεσεντέριον next to the κῶλον, Hp.Oss. 1, Epid.6.4.6: sg., Gal.17(2).134.
German (Pape)
[Seite 138] τό, wie μεσεντέριον, Darmfett, Gekröse, soweit es an den dicken Därmen hängt, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόκωλον: τό, τὸ μέρος τοῦ μεσεντερίου τὸ μετὰ τὸ κῶλον, Ἱππ. 274. 15.
Greek Monolingual
μεσόκωλον, τὸ (Α)
1. το μέσο του κώλου, του μέλους
2. στον πληθ. τὰ μεσόκωλα
το τμήμα του μεσεντερίου που βρίσκεται μετά το κώλο, το κωλάντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. μέσον + κῶλον.