μεταγωγός: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετᾰγωγός''': -ή, -όν, ὁ μετάγων, ὁ μετακινῶν, «τὸν μεταγωγὸν τοῦ κέρατος κάλων» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 32, πρβλ. Ε. 260. | |lstext='''μετᾰγωγός''': -ή, -όν, ὁ μετάγων, ὁ μετακινῶν, «τὸν μεταγωγὸν τοῦ κέρατος κάλων» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 32, πρβλ. Ε. 260. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό (ΑM [[μεταγωγός]], -όν) [[μετάγω]]<br />αυτός που μεταφέρει [[κάτι]] από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μεταγωγός]]<br />α) [[κάθε]] [[μηχάνημα]] που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]], [[ιδίως]] με εναέρια σύρματα, έμψυχου ή άψυχου υλικού<br />β) <b>(ηλεκτρολ.)</b> όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η [[αντικατάσταση]] ενός τμήματος από [[άλλο]] [[τμήμα]] ή η διαδοχική [[μετατροπή]] της συνδεσμολογίας ενός ή περισσότερων κυκλωμάτων (α. «[[μεταγωγός]] αναστροφής» β. «[[μεταγωγός]] ζεύξης»)<br />γ) <b>(επικοιν.)</b> [[διάταξη]] που επιτρέπει την [[πραγματοποίηση]] της τηλεπικοινωνιακής μεταγωγής. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A shifting, τινος Sch.Od.5.260, 10.32.
German (Pape)
[Seite 146] anderswohin führend, lenkend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετᾰγωγός: -ή, -όν, ὁ μετάγων, ὁ μετακινῶν, «τὸν μεταγωγὸν τοῦ κέρατος κάλων» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 32, πρβλ. Ε. 260.
Greek Monolingual
-ό (ΑM μεταγωγός, -όν) μετάγω
αυτός που μεταφέρει κάτι από ένα μέρος σε άλλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μεταγωγός
α) κάθε μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά, ιδίως με εναέρια σύρματα, έμψυχου ή άψυχου υλικού
β) (ηλεκτρολ.) όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η αντικατάσταση ενός τμήματος από άλλο τμήμα ή η διαδοχική μετατροπή της συνδεσμολογίας ενός ή περισσότερων κυκλωμάτων (α. «μεταγωγός αναστροφής» β. «μεταγωγός ζεύξης»)
γ) (επικοιν.) διάταξη που επιτρέπει την πραγματοποίηση της τηλεπικοινωνιακής μεταγωγής.