μετωπιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_4) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετωπιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτό, Γαλην. τ. 12, σ. 476. | |lstext='''μετωπιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτό, Γαλην. τ. 12, σ. 476. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῑος, -αία, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο [[μέτωπο]] (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο [[οστό]]<br />γ. «[[μετωπιαίος]] μυς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ονυχ</i>-<i>ιαίος</i>, <i>πλευρ</i>-<i>ιαίος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A on or of the forehead, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.26.1, Sor.Fasc.4. Gal.18(1).786.
German (Pape)
[Seite 164] auf der Stirn, ἐπίδεσις, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μετωπιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτό, Γαλην. τ. 12, σ. 476.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῑος, -αία, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό
γ. «μετωπιαίος μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. ονυχ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].