μολπαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_4) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολπαῖος''': -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, [[ἀοιδή]] Ἤριννα 5. | |lstext='''μολπαῖος''': -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, [[ἀοιδή]] Ἤριννα 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=μολπαῑος, -ον (Α) [[μολπή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μολπή]], [[αρμονικός]], [[μελωδικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A tuneful, ἀοιδάν Erinn.6.7.
German (Pape)
[Seite 200] zum Gesange gehörig, sangreich, ἀοιδά, Erinn. 3 (VII, 712).
Greek (Liddell-Scott)
μολπαῖος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, ἀοιδή Ἤριννα 5.
Greek Monolingual
μολπαῑος, -ον (Α) μολπή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μολπή, αρμονικός, μελωδικός.