μοργανατικός: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(25) |
(No difference)
|
Revision as of 07:39, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό
φρ. «μοργανατικός γάμος»
(κοινων.) νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άρρενος μέλους βασιλικού, πριγκιπικού ή ευγενικού οίκου και μιας γυναίκας λιγότερο ευγενικής καταγωγής ή από χαμηλότερη κοινωνική τάξη, με τον όρο ότι η σύζυγος δεν θα ανέλθει στην κοινωνική τάξη του συζύγου και ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν από τον γάμο αναγνωρίζονται ως νόμιμα αλλά δεν κληρονομούν τους κληρονομικούς τίτλους, το φέουδο και την επακόλουθη περιουσία του πατέρα.
επίρρ...
μοργανατικώς
με μοργανατικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. morganatique < μσν. λατ. (martrimonium ad) morgan-aticum «δώρο που δίνει ο σύζυγος στη γυναίκα του την επομένη του γάμου» < μσν. άνω γερμ. morgen < αρχ. άνω γερμ. morgan + λατ. -aticum].