μονοστόρθυγξ: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υγγος;<br /><i>adj. m.</i><br />taillé d’un seul bloc.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στόρθυγξ]].
|btext=υγγος;<br /><i>adj. m.</i><br />taillé d’un seul bloc.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στόρθυγξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοστόρθυγξ]], -υγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο [[στέλεχος]], με ένα [[πόδι]], [[μονοπόδαρος]] («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόρθυγξ]] «[[άκρο]]»].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοστόρθυγξ Medium diacritics: μονοστόρθυγξ Low diacritics: μονοστόρθυγξ Capitals: ΜΟΝΟΣΤΟΡΘΥΓΞ
Transliteration A: monostórthynx Transliteration B: monostorthynx Transliteration C: monostorthygks Beta Code: monosto/rqugc

English (LSJ)

υγγος, ὁ, ἡ,

   A carved out of a single block, Πρίηπος AP6.22 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 205] υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).

Greek (Liddell-Scott)

μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κατεσκευασμένος ἐξ ἑνὸς μόνου στελέχους, μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, τῷ ἐπὶ ἑνὶ ποδὶ ἱσταμένῳ, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 22· πρβλ. μονόξυλος.

French (Bailly abrégé)

υγγος;
adj. m.
taillé d’un seul bloc.
Étymologie: μόνος, στόρθυγξ.

Greek Monolingual

μονοστόρθυγξ, -υγγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στόρθυγξ «άκρο»].