νῆσσα: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />canard, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]².
|btext=ης (ἡ) :<br />canard, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]².
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[νῆσσα]] και αττ. τ. [[νῆττα]] και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα)<br />[[γένος]] νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] τών νησσιδών, κν. [[πάπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ποιεί την νήσσαν» — υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι δεν ξέρει, αλλ. κάνει την [[πάπια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>nti</i><i>ә</i> «[[πάπια]]» με <i>n</i>- φωνηεντικό, θ. σε -<i>ti</i>- (<b>πρβλ.</b> λιθουαν. <i>antis</i>, αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>t</i><i>ī</i>, αμφίβολης σημ., λατ. <i>anas</i>, <i>anatis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>anut</i> <b>κ.λπ.</b>), λαρυγγικό φθόγγο (απ' όπου το μακρό [[φωνήεν]] <i>n</i><i>ā</i>- του τ., <b>πρβλ.</b> <i>νᾶσσα</i>) και κατάλ. -<i>yă</i> χαρακτηριστική θηλυκών ονομάτων ζώων (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[μέλισσα]]). Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[θέμα]] <i>νη</i>- του [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» δεν φαίνεται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆσσα Medium diacritics: νῆσσα Low diacritics: νήσσα Capitals: ΝΗΣΣΑ
Transliteration A: nē̂ssa Transliteration B: nēssa Transliteration C: nissa Beta Code: nh=ssa

English (LSJ)

   A v. νῆττα.

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, die Schwimmende (νέω), die Ente, Luc. Iud. Voc. 8. S. das att. νῆττα.

Greek (Liddell-Scott)

νῆσσα: ἴδε ἐν λ. νῆττα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
canard, oiseau.
Étymologie: νέω².

Greek Monolingual

η (Α νῆσσα και αττ. τ. νῆττα και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα)
γένος νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών νησσιδών, κν. πάπια
νεοελλ.
φρ. «ποιεί την νήσσαν» — υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι δεν ξέρει, αλλ. κάνει την πάπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. ntiә «πάπια» με n- φωνηεντικό, θ. σε -ti- (πρβλ. λιθουαν. antis, αρχ. ινδ. ātī, αμφίβολης σημ., λατ. anas, anatis, αρχ. άνω γερμ. anut κ.λπ.), λαρυγγικό φθόγγο (απ' όπου το μακρό φωνήεν nā- του τ., πρβλ. νᾶσσα) και κατάλ. - χαρακτηριστική θηλυκών ονομάτων ζώων (πρβλ. κίσσα, μέλισσα). Η σύνδεση της λ. με το θέμα νη- του νήχω «κολυμπώ» δεν φαίνεται πιθανή].