ξυλοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_9)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοπέδη''': ἡ, [[ξύλινος]] δεσμὸς τῶν ποδῶν πρὸς τιμωρίαν καταδίκων, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ 13. 27.
|lstext='''ξῠλοπέδη''': ἡ, [[ξύλινος]] δεσμὸς τῶν ποδῶν πρὸς τιμωρίαν καταδίκων, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ 13. 27.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοπέδη]], ἡ (ΑΜ)<br />[[ξύλινος]] [[ποδόδεσμος]] με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τροχο</i>-[[πέδη]])].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοπέδη Medium diacritics: ξυλοπέδη Low diacritics: ξυλοπέδη Capitals: ΞΥΛΟΠΕΔΗ
Transliteration A: xylopédē Transliteration B: xylopedē Transliteration C: ksylopedi Beta Code: culope/dh

English (LSJ)

ἡ,

   A log of wood tied to the feet, Aq.Jb.13.27,33.11.

German (Pape)

[Seite 281] hölzerner Fußblock, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπέδη: ἡ, ξύλινος δεσμὸς τῶν ποδῶν πρὸς τιμωρίαν καταδίκων, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ 13. 27.

Greek Monolingual

ξυλοπέδη, ἡ (ΑΜ)
ξύλινος ποδόδεσμος με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο-πέδη)].