νευρόσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(6_21)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρόσπασμα''': τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.
|lstext='''νευρόσπασμα''': τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νευρόσπασμα]])<br />αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] ισχυρή [[βούληση]], που ενεργεί με [[υποκίνηση]] άλλου και όχι αυτοβούλως<br /><b>2.</b> πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σπάσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>σπασμα</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπασμα Medium diacritics: νευρόσπασμα Low diacritics: νευρόσπασμα Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: neuróspasma Transliteration B: neurospasma Transliteration C: nevrospasma Beta Code: neuro/spasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = νευρόσπαστον, in pl., EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. από-σπασμα].