ξυληβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(6_18)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠληβόρος''': -ον, ὁ τρώγων τὸ [[ξύλον]], [[ξυλοφάγος]], Ἡσύχ.
|lstext='''ξῠληβόρος''': -ον, ὁ τρώγων τὸ [[ξύλον]], [[ξυλοφάγος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυληβόρος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που τρώει το [[ξύλο]], ο [[ξυλοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- πιθ. για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμφο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠληβόρος Medium diacritics: ξυληβόρος Low diacritics: ξυληβόρος Capitals: ΞΥΛΗΒΟΡΟΣ
Transliteration A: xylēbóros Transliteration B: xylēboros Transliteration C: ksylivoros Beta Code: culhbo/ros

English (LSJ)

ον,

   A eating wood, Id. (-ιβ- cod.).

German (Pape)

[Seite 280] Holz fressend, von Würmern, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠληβόρος: -ον, ὁ τρώγων τὸ ξύλον, ξυλοφάγος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ξυληβόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που τρώει το ξύλο, ο ξυλοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + συνδετικό φωνήεν -η- πιθ. για μετρικούς λόγους + -βόρος (< βορά), πρβλ. αμφο-βόρος].