μυθολόγημα: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />récit fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολογέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />récit fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολογέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μυθολόγημα]]) [[μυθολογώ]]<br />[[διήγηση]] τὸ υπό [[μορφή]] μύθου («τὸ μὲν τοῡ Σιδωνίου [[μυθολόγημα]] ῥᾴδιον ἐγένετο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάσμα]] της φαντασίας, [[μύθευμα]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθολόγημα Medium diacritics: μυθολόγημα Low diacritics: μυθολόγημα Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: mythológēma Transliteration B: mythologēma Transliteration C: mythologima Beta Code: muqolo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mythical narrative or description, Pl.Phdr.229c, Lg.663e, Plu.Thes. 14, D.C.50.12.

German (Pape)

[Seite 214] τό, fabelhafte Erzählung; Plat. Phaedr. 229 c Legg. II, 663 e; Plut. Thes. 14; Luc. Philops. 37.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθολόγημα: τό, μυθικὸν διήγημαπεριγραφή, Πλάτ. Φαῖδρ. 229C, Νόμ. 663Ε, Πλουτ. Θησ. 14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit fabuleux.
Étymologie: μυθολογέω.

Greek Monolingual

το (Α μυθολόγημα) μυθολογώ
διήγηση τὸ υπό μορφή μύθου («τὸ μὲν τοῡ Σιδωνίου μυθολόγημα ῥᾴδιον ἐγένετο», Πλάτ.)
νεοελλ.
πλάσμα της φαντασίας, μύθευμα.