μυοβατραχομαχία: Difference between revisions
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(6_9) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυοβατρᾰχομᾰχία''': ἡ, = [[βατραχομυομαχία]], Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1185, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[Ὅμηρος]]. | |lstext='''μυοβατρᾰχομᾰχία''': ἡ, = [[βατραχομυομαχία]], Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1185, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[Ὅμηρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυοβατραχομαχία]], ἡ (Α)<br />η [[βατραχομυομαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[βάτραχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>βατραχομυο</i>-<i>μαχία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = βατραχομυομαχία, v.l. in Batr. tit., Suid. s.v. Ὅμηρος.
German (Pape)
[Seite 218] ἡ, = βατραχομυο-μαχία, v. l. bei Thom. Mag. v. ἀκεστής.
Greek (Liddell-Scott)
μυοβατρᾰχομᾰχία: ἡ, = βατραχομυομαχία, Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1185, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ὅμηρος.
Greek Monolingual
μυοβατραχομαχία, ἡ (Α)
η βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + βάτραχος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. βατραχομυο-μαχία].