μυριοστύς: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ύος (ἡ) :<br />ensemble de dix mille.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]]. | |btext=ύος (ἡ) :<br />ensemble de dix mille.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυριοστύς]], ἡ (Α)<br />στρατιωτική [[μονάδα]] που αποτελείται από [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες, η [[μυριάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύριοι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τυ</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εκατοσ</i>-<i>τύς</i>, <i>χιλιοσ</i>-<i>τύς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A body of ten thousand, X.Cyr.6.3.20.
German (Pape)
[Seite 220] ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοστύς: -ύος, ἡ, μυριάς, σῶμα στρατιωτικὸν ἐκ δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
ensemble de dix mille.
Étymologie: μυρίος.
Greek Monolingual
μυριοστύς, ἡ (Α)
στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες, η μυριάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριοι + επίθημα -τυ-ς (πρβλ. εκατοσ-τύς, χιλιοσ-τύς)].