ὁμόδαις: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(6_14) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόδαις''': ὁ, ἡ, ὁ [[ὁμοῦ]] εὐωχούμενος, [[ὁμοτράπεζος]], Χοιροβοσκ. 176, 206 Gaisf. | |lstext='''ὁμόδαις''': ὁ, ἡ, ὁ [[ὁμοῦ]] εὐωχούμενος, [[ὁμοτράπεζος]], Χοιροβοσκ. 176, 206 Gaisf. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμόδαις]], -δαιτος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που τρώει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίς]], [[δαιτός]] «[[μερίδα]] φαγητού, [[γεύμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αβρό</i>-[[δαις]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
δαιτος, ὁ, ἡ,
A companion at table, Choerob.in Theod.1.187,210 H.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδαις: ὁ, ἡ, ὁ ὁμοῦ εὐωχούμενος, ὁμοτράπεζος, Χοιροβοσκ. 176, 206 Gaisf.
Greek Monolingual
ὁμόδαις, -δαιτος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δαίς, δαιτός «μερίδα φαγητού, γεύμα» (πρβλ. αβρό-δαις)].